απόρρητος

απόρρητος
-η, -ο
επίρρ. αυτός που δεν ανακοινώνεται, μυστικός, κρυφός: Η έκθεση του ανακριτή δε δημοσιεύτηκε, γιατί ήταν απόρρητη. Το ουδ. ως ουσ., το απόρρητο το μυστικό: Στις δημοκρατικές χώρες υπάρχει το λεγόμενο «απόρρητο της αλληλογραφίας» (δηλ. δεν επιτρέπεται το άνοιγμα της αλληλογραφίας των πολιτών από κανέναν).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀπόρρητος — forbidden masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απόρρητος — η, ο (AM ἀπόρρητος, ον) [ρητός] 1. αυτός που δεν πρέπει ή δεν μπορεί να λεχθεί, απόκρυφος, μυστικός 2. το ουδ. ως ουσ. το απόρρητο το μυστικό που δεν πρέπει να αποκαλυφθεί («επαγγελματικό, υπηρεσιακό απόρρητο») για κρατικούς λειτουργούς,… …   Dictionary of Greek

  • ἀπορρητότερον — ἀπόρρητος forbidden adverbial comp ἀπόρρητος forbidden masc acc comp sg ἀπόρρητος forbidden neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορρητοτέρων — ἀπόρρητος forbidden fem gen comp pl ἀπόρρητος forbidden masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορρητότατα — ἀπόρρητος forbidden adverbial superl ἀπόρρητος forbidden neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορρητότατον — ἀπόρρητος forbidden masc acc superl sg ἀπόρρητος forbidden neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορρήτω — ἀπόρρητος forbidden masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀπόρρητος forbidden masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἀπορρέω Cat. Cod.Astr. pres imperat act 3rd sg (doric aeolic) ἀπορρέω Cat. Cod.Astr. pres imperat act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορρήτως — ἀπόρρητος forbidden adverbial ἀπόρρητος forbidden masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόρρητον — ἀπόρρητος forbidden masc/fem acc sg ἀπόρρητος forbidden neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπορρητοτέροις — ἀπόρρητος forbidden masc/neut dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”